ἀναγεννᾶται

ἀναγεννᾶται
ἀναγεννάω
beget anew
pres subj mp 3rd sg
ἀναγεννάω
beget anew
pres ind mp 3rd sg
ἀναγεννάω
beget anew
pres subj mp 3rd sg
ἀναγεννάω
beget anew
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • αδαμαντίνη — Η ουσία που αποτελεί την εξωτερική στιβάδα του δοντιού. Αποτελείται κατά 96% από ανόργανα συστατικά, κυρίως υδροξυλαπατίτη, ανθρακικό ασβέστιο, μαγνήσιο και φθόριο, πράγμα που την κάνει τη σκληρότερη ουσία του οργανισμού. Ουσιαστικά πρόκειται για …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • κουκουναριά — Δέντρο της οικογένειας των πευκιδών, της κλάσης των γυμνοσπέρμων. Η επιστημονική ονομασία της είναι Pinus pinea. Η κ. έχει ευθυτενή, συχνά κυματοειδή, κορμό, ύψους 12 25 μ.· η κόμη της είναι σφαιρική σε νεαρή ηλικία και ομπρελοειδής σε μεγαλύτερη …   Dictionary of Greek

  • κτενοφόρα — Φύλο αποκλειστικά θαλάσσιων οργανισμών, με ευρεία εξάπλωση, το οποίο παλαιότερα κατατασσόταν στα κοιλεντερωτά, μαζί με τα κνιδόζωα. Πρόκειται για ζώα με μορφή μέδουσας, στα οποία όμως η ακτινωτή συμμετρία έχει μετατραπεί σε αμφιακτινωτή με την… …   Dictionary of Greek

  • ραβδίο — (Ανατ.). Φωτοϋποδοχέας του ματιού του ανθρώπου και των κατώτερων σπονδυλωτών. Τα ρ. αντιδρούν μόνο στο αδύνατο φως. Αυτά, όπως ακριβώς και τα κωνία, βρίσκονται στην εξωτερική όψη που εμφανίζει ο αμφιβληστροειδής. Αποτελούνται από μια σύναψη στην… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Χαμαιλέοντες — Οικογένεια χερσαίων ερπετών, που περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, και υποδιαιρείται σε 4 γένη. Το λεπτό και πιεσμένο στα πλευρά σώμα τους καταλήγει σε μια μακριά ουρά με την οποία στηρίζεται και η οποία δεν αναγεννάται όπως της σαύρας. Τα μεγάλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”